πρωραίος

πρωραίος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που βρίσκεται στην πρώρα ή αυτός που βρίσκεται προς την πλευρά τής πλώρης, πλωριός («πρωραίο ιστίο»)
2. φρ. «πρωραίο πέτασμα» — το σύνολο τών ιστίων τού προβόλου και τού ακατίου ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώρα + κατάλ. -ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλωριός — ά, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πρωραίος («πλωριό κατάρτι») 2. αυτός που είναι στραμμένος προς την πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωραίος < πρῷρα] …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”